- αδρέπανος
- -η, -ο (Α ἀδρέπανος, -ον) (Ν και αδράπανος) [δρέπανον]αυτός που δεν θερίστηκε με δρεπάνι, ο αθέριστοςνεοελλ.1. αυτός που δεν έχει δρεπάνι2. που δεν έχει ούτε δρεπάνι, που στερείται τα πάντα, ο πάμφτωχος3. άπρακτος.
Dictionary of Greek. 2013.